διμηνίτης

διμηνίτης
ο
θηλ. διμηνίτισσα ο διμηνίτικος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διμηνίτης — ο το διμήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • δίμηνος — η, ο (AM δίμηνος, ον) ο ηλικίας ή διάρκειας δύο μηνών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίμηνο χρονικό διάστημα δύο μηνών αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ δίμηνος 2. φρ. «δίμηνος πυρός» στάρι που θερίζεται δυό μήνες μετά τη σπορά του, διμηνίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”